Greek Meaning of literalty
κυριολεκτικά
Other Greek words related to κυριολεκτικά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of literalty
- literary => λογοτεχνικός
- literary agent => Λογοτεχνικός πράκτορας
- literary argument => Λογοτεχνικό επιχείρημα
- literary composition => λογοτεχνική σύνθεση
- literary critic => λογοτεχνικός κριτικός
- literary criticism => Λογοτεχνικός κριτικός
- literary genre => Λογοτεχνικό είδος
- literary hack => Λογοτεχνικός μπάσταρδος
- literary pirate => λογοτεχνικός πειρατής
- literary review => Ανασκόπηση βιβλιογραφίας
Definitions and Meaning of literalty in English
literalty (n.)
The state or quality of being literal.
FAQs About the word literalty
κυριολεκτικά
The state or quality of being literal.
No synonyms found.
No antonyms found.
literalness => κυριολεκτικότητα, literally => κυριολεκτικά, literalizing => κυριολεκτικός, literalizer => κυριολεκτικός, literalized => κυριολεκτικός,