FAQs About the word literalty

κυριολεκτικά

The state or quality of being literal.

No synonyms found.

No antonyms found.

literalness => κυριολεκτικότητα, literally => κυριολεκτικά, literalizing => κυριολεκτικός, literalizer => κυριολεκτικός, literalized => κυριολεκτικός,