Greek Meaning of colly

Κόλεϊ

Other Greek words related to Κόλεϊ

Definitions and Meaning of colly in English

Wordnet

colly (v)

make soiled, filthy, or dirty

FAQs About the word colly

Κόλεϊ

make soiled, filthy, or dirty

κανάτα,αποδιοργανώνω,ακαταστασία,αποχρωματίζω,διαταραχή,σύρω,ανακάτεμα,ακαταστασία,χάος,συγχέω

Καθαρός,καθαρίζω,κάθαρση,καθαρίζω,φωτίζω,πινέλο,απολυμαίνω,Απολυμαίνω,σκόνη,ανανεώνω

colluvies => κολλούβιο, collusive => συνεργατικός, collusion => συνέργεια, collude => συνωμοτώ, collotype printing => Κολοτυπία,