Greek Meaning of gatherer
τροφοσυλλέκτης
Other Greek words related to τροφοσυλλέκτης
- συσσωρεύω
- συσσωρεύω
- συναρμολογώ
- συλλέγω
- συνδυάζω
- Συμπύκνωμα
- συγκεντρώνω
- μάντρα
- θερίζω
- ομάδα
- ενταχθούν
- εξόγκωμα
- οργανώνω
- Πακέτο
- Στρογγυλοποίηση
- ενωθείτε
- φουσκώνω
- Συνάντηση
- αρχείο
- τακτοποιώ
- μπάλα
- Συγκρότημα
- παρτίδα
- Ταξιαρχία
- δέσμη
- δέσμη
- μεταγλωττίζω
- συνδέω
- αστερισμός
- αγέλη
- στοίβα
- κοπάδι
- κυψέλη
- ομάδα
- σύνδεσμος
- συγχώνευση
- κλήση
- παραλαμβάνω
- σωρός
- πισίνα
- Τύπος
- ανυψώνω
- συγκέντρωση
- ξανασυγκεντρώνω
- ομαδοποιώ εκ νέου
- Στοίβα
- σμήνος
- συστηματοποιώ
- πλήθος
Nearest Words of gatherer
Definitions and Meaning of gatherer in English
gatherer (n)
a person who gathers
a person who is employed to collect payments (as for rent or taxes)
gatherer (n.)
One who gathers or collects.
An attachment for making gathers in the cloth.
FAQs About the word gatherer
τροφοσυλλέκτης
a person who gathers, a person who is employed to collect payments (as for rent or taxes)One who gathers or collects., An attachment for making gathers in the c
συσσωρεύω,συσσωρεύω,συναρμολογώ,συλλέγω,συνδυάζω,Συμπύκνωμα,συγκεντρώνω,μάντρα,θερίζω,ομάδα
διαλύω,διασπείρω,διαλύω,διασκορπίζω,αποστολής,ξεχωριστό,χωρίζω,χωρισμός,αποσυντίθεμαι,απολύω
gathered skirt => Σουρώνουμε φούστα, gathered => συλλεγμένοι, gatherable => συλλεκτικό, gather up => συγκεντρώνω, gather in => συγκεντρώνονται μέσα,