Greek Meaning of bulked (up)
(αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))
Other Greek words related to (αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))
- συσσωρευμένος
- Συγκεντρώθηκε
- συναρμολογημένο
- συλλεγέν
- συλλεγμένοι
- ομαδοποιημένα
- συναντήθηκαν
- στρογγυλοποιήθηκε
- συνδυασμένος
- συμπυκνωμένος
- συγκέντρωσε
- προσχώρησε
- ομαδοποιημένος
- συσκευασμένο
- συγκεντρωμένοι
- αστεροσκοπείο
- περιφραγμένος
- παραλαβή
- διατεταγμένος
- κουλουριασμένος
- Λωρίδων
- οργανωμένο σε ταξιαρχίες
- δεμένο σε δέσμη
- ομαδοποιημένο
- συνδεδεμένος
- ανθισμένα
- σωρός
- ποίμνιο
- Συνωστισμένος
- συνδεδεμένος
- συγχωνευμένο
- συγκεντρώθηκε
- οργανωμένος
- στοιβάζω
- πιεσμένο
- ανυψωμένο
- συγκεντρωμένοι
- στοιβαγμένο
- συνωστισμένος
- ενωμένος
- αρχειοθετημένο
- ομαδοποιημένων
- συγκολλημένος
- συνταγμένος
- συγκεντρωμένος
- ανασυντάχθηκαν
- Ξυσμένο (πάνω ή μαζί)
- σμήνευαν
- συστηματοποιημένο
Nearest Words of bulked (up)
Definitions and Meaning of bulked (up) in English
bulked (up)
to gain weight especially by becoming more muscular, to cause to bulk up
FAQs About the word bulked (up)
(αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))
to gain weight especially by becoming more muscular, to cause to bulk up
συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,συναρμολογημένο,συλλεγέν,συλλεγμένοι,ομαδοποιημένα,συναντήθηκαν,στρογγυλοποιήθηκε,συνδυασμένος,συμπυκνωμένος
διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,διασκορπισμένο,διαχωρισμένος,χωρίζω,απολυμένος,διαλυμένος,διαλυμένος,απεσταλμένο,αποκομμένος
bulk (up) => φουσκώνω, bulges => εξογκώματα, built-ins => ενσωματωμένο, built up => κατασκευασμένος, built (up) => χτισμένο (πάνω),