Greek Meaning of bulked (up)

(αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))

Other Greek words related to (αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))

Definitions and Meaning of bulked (up) in English

bulked (up)

to gain weight especially by becoming more muscular, to cause to bulk up

FAQs About the word bulked (up)

(αυξημένος μυϊκός όγκος (μύες))

to gain weight especially by becoming more muscular, to cause to bulk up

συσσωρευμένος,Συγκεντρώθηκε,συναρμολογημένο,συλλεγέν,συλλεγμένοι,ομαδοποιημένα,συναντήθηκαν,στρογγυλοποιήθηκε,συνδυασμένος,συμπυκνωμένος

διασκορπισμένος,διασκορπισμένος,διασκορπισμένο,διαχωρισμένος,χωρίζω,απολυμένος,διαλυμένος,διαλυμένος,απεσταλμένο,αποκομμένος

bulk (up) => φουσκώνω, bulges => εξογκώματα, built-ins => ενσωματωμένο, built up => κατασκευασμένος, built (up) => χτισμένο (πάνω),