Greek Meaning of archived

αρχειοθετημένο

Other Greek words related to αρχειοθετημένο

Definitions and Meaning of archived in English

archived

filed or collected in or as if in an archive

FAQs About the word archived

αρχειοθετημένο

filed or collected in or as if in an archive

διατεταγμένος,ομαδοποιημένο,συνδεδεμένος,συγχωνευμένο,οργανωμένος,στοιβαγμένο,ομαδοποιημένων,συγκολλημένος,συνταγμένος,συστηματοποιημένο

απολυμένος,διαλυμένος,απεσταλμένο,διαχωρισμένος,αποκομμένος,χωρίζω,διαλυμένος,διαλυμένη,διασκορπισμένος,διασκορπισμένο

architects => αρχιτέκτονες, archfoes => εχθροί, δυσμενείς, archfoe => αρχέψυχος, archfiend => αρχιδιάβολος, archetypes => αρχέτυπα,