Greek Meaning of ultracompetent
υπερικανοποιημένος
Other Greek words related to υπερικανοποιημένος
Nearest Words of ultracompetent
- ultraconservatism => υπερσυντηρητισμός
- ultraconvenient => εξαιρετικά βολικός
- ultracool => Πολύ δροσερός
- ultradry => πολύ ξηρός
- ultraefficient => εξαιρετικά αποδοτικό
- ultraexpensive => Ακριβότατο
- ultrafast => υπερ-γρήγορος
- ultrafastidious => Υπερβολικά γρήγορα
- ultrafeminine => υπερθηλυκός
- ultrafine => υπερλεπτό
Definitions and Meaning of ultracompetent in English
ultracompetent
extremely or extraordinarily competent, greatly exceeding an adequate or requisite level of ability, highly efficient in taking up exogenous DNA
FAQs About the word ultracompetent
υπερικανοποιημένος
extremely or extraordinarily competent, greatly exceeding an adequate or requisite level of ability, highly efficient in taking up exogenous DNA
ικανός,ικανός,Ικανός,ειδικός,προετοιμασμένος,κατάλληλος,επιδέξιος,επιδέξιος,επιτευχθείς,άσσος
ανίκανος,ανίκανος,αναποτελεσματικός,αναποτελεσματικός,ανίκανος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,ανειδίκευτος,ανειδίκευτος,Πράσινο
ultracold => πολύ κρύο, ultraclean => Εξαιρετικά καθαρός, ultrachic => υπέρκομψος, ultracheap => πολύ φθηνός, ultracautious => υπερβολικά προσεκτικός,