Greek Meaning of chickenfeed
ψίχουλα
Other Greek words related to ψίχουλα
Nearest Words of chickenfeed
- chicken-breasted => στήθος κοτόπουλου
- chicken yard => Κοτέτσι
- chicken wire => Σίτα
- chicken wing => Φτερούγα κοτόπουλου
- chicken tetrazzini => Κοτόπουλο τετραζίνι
- chicken taco => Τάκο με κοτόπουλο
- chicken stock => Κοτόζουμος
- chicken stew => Κοτόπουλο κοκκινιστό
- chicken soup => Κοτόσουπα
- chicken snake => Κόμπρα (Ελληνικά)
Definitions and Meaning of chickenfeed in English
chickenfeed (n)
a trifling sum of money
FAQs About the word chickenfeed
ψίχουλα
a trifling sum of money
δεκάρα,Φιστίκια,δύο σεντ,ψιλά,χόρτο,Ακάρεο,ταμείο μικροποσών,χαρτζιλίκι,ψίχουλα,χαρτζιλίκι
τραπεζικός λογαριασμός,Πολλά λεφτά,λάφυρο,δέσμη,Κεφάλαιο,τύχη,κεφάλαια,λύτρα βασιλιά,σημαίνει,εκατομμύρια δολάρια
chicken-breasted => στήθος κοτόπουλου, chicken yard => Κοτέτσι, chicken wire => Σίτα, chicken wing => Φτερούγα κοτόπουλου, chicken tetrazzini => Κοτόπουλο τετραζίνι,