Greek Meaning of unshapen

άμορφος

Other Greek words related to άμορφος

Definitions and Meaning of unshapen in English

Wordnet

unshapen (s)

incompletely or imperfectly shaped

Webster

unshapen (a.)

Not shaped; shapeless; misshapen; deformed; ugly.

FAQs About the word unshapen

άμορφος

incompletely or imperfectly shapedNot shaped; shapeless; misshapen; deformed; ugly.

ερασιτέχνης,ερασιτεχνικός,πρωτόγονος,ρουτινικός,ημιτελές,μη επαγγελματίας,άμορφος,ανειδίκευτος,ατέχναστος,ελαττωματικός

καλλιτεχνικός,ειδικός,άψογος,τελειωμένος,άψογος,σχολαστικός,καθαρός,τέλειο,γυαλισμένο,εκλεπτυσμένος

unshapely => άμορφος, unshaped => άμορφος, unshape => παραμορφωθεί, unshale => απελευθερώσω, unshaken => ακλόνητος,