Greek Meaning of exquisitely
εξαιρετικά
Other Greek words related to εξαιρετικά
- βαθύς
- Άγριος
- άγριος
- θυμωμένος
- έντονο
- εντατικός
- βαθύς
- φοβερός
- οξύς
- παντοδύναμος
- Πρησμένος
- φοβερός
- οδυνηρός
- φοβισμένος
- φοβερός
- τρομερός
- φρικτός
- σκληρός
- βαρύς
- βαρύς
- εντατικοποιημένος
- απότομος
- βίαιη
- κακός
- τονισμένη
- επιβαρυντική
- συμπυκνωμένος
- deepened
- τονισμένος
- βελτιωμένο
- εξαντλητικός
- σκληρός
- ενισχυμένο
- Μεγεθυσμένη
- αυστηρός
- σοβαρός
- αγχωμένος
- εμπεριστατωμένος
- επονείδιστος
Nearest Words of exquisitely
Definitions and Meaning of exquisitely in English
exquisitely (r)
in a delicate manner
exquisitely (adv.)
In an exquisite manner or degree; as, lace exquisitely wrought.
FAQs About the word exquisitely
εξαιρετικά
in a delicate mannerIn an exquisite manner or degree; as, lace exquisitely wrought.
βαθύς,Άγριος,άγριος,θυμωμένος,έντονο,εντατικός,βαθύς,φοβερός,οξύς,παντοδύναμος
Ασθενής,φως,μέτριος,μαλακός,επιφανειακός,Αδύναμος,μειωμένος,κατάλληλος,ρηχό,ελαττωμένος
exquisite => εξαίσιος, exquire => διερευνώ, expurge => καθαρίζω, expurgatory => εξαγνιστικός, expurgatorious => εξαγνιστικός,