Greek Meaning of precariousness
αστάθεια
Other Greek words related to αστάθεια
Nearest Words of precariousness
Definitions and Meaning of precariousness in English
precariousness (n)
extreme dangerousness
being unsettled or in doubt or dependent on chance
FAQs About the word precariousness
αστάθεια
extreme dangerousness, being unsettled or in doubt or dependent on chance
αστάθεια,ανασφάλεια,τρόμος,αστάθεια,μεταβλητότητα,αστασιμότητα,Ασημαντότητα,χαλαρότητα,χαλαρότητα,Μεταβλητότητα
Ασφάλεια,Ευστάθεια,σταθερότητα,ταχύτητα,Στερεότητα,Σταθερότητα,υγεία,ουσιαστικότητα
precariously => επικίνδυνα, precarious => επισφαλής, precancerous => προκαρκινικός, precambrian period => Προκάμβριος περίοδος, precambrian eon => Προκάμβριο,