Greek Meaning of driving (away or off)

οδήγηση (μακριά ή έξω από)

Other Greek words related to οδήγηση (μακριά ή έξω από)

Definitions and Meaning of driving (away or off) in English

driving (away or off)

No definition found for this word.

FAQs About the word driving (away or off)

οδήγηση (μακριά ή έξω από)

στρέφοντας την πλάτη,αποτροπή (από),ειδοποίηση,προειδοποιώντας,απωθητική,προειδοποίηση

γοητευτικός,δόλωμα,προδοτικός,η διάταξη του,δελεαστικός,προηγούμενες,δελεαστικός,δελεάζοντας,αιτώντας,δελεαστικός

drives => οδήγησης, driver's seat => Θέση οδηγού, drivers => οδηγοί, drive-by => drive-by, drive (into) => οδηγώ (μέσα),