Greek Meaning of drop out (of)
διακόπτω (κάτι)
Other Greek words related to διακόπτω (κάτι)
Nearest Words of drop out (of)
Definitions and Meaning of drop out (of) in English
drop out (of)
to stop being seen
FAQs About the word drop out (of)
διακόπτω (κάτι)
to stop being seen
εμέω,εγκαταλείπω,παραιτώμαι (από),αποσυρθώ (από),εκκενώνω,τσοκ,αφήνω,παραιτούμαι,κάνω στην άκρη (από),αποχωρήσει (από)
μένω (σε),ενοικιάζω
drop in the bucket => Σταγόνα στον ωκεανό, drop in (on) => πετάγομαι (σε), drop a dime (on) => σούρνω (σε), drop (off) => αφήνω, droner => drone,