FAQs About the word drop out (of)

διακόπτω (κάτι)

to stop being seen

εμέω,εγκαταλείπω,παραιτώμαι (από),αποσυρθώ (από),εκκενώνω,τσοκ,αφήνω,παραιτούμαι,κάνω στην άκρη (από),αποχωρήσει (από)

μένω (σε),ενοικιάζω

drop in the bucket => Σταγόνα στον ωκεανό, drop in (on) => πετάγομαι (σε), drop a dime (on) => σούρνω (σε), drop (off) => αφήνω, droner => drone,