Greek Meaning of double-crossing

διπλή διάβαση

Other Greek words related to διπλή διάβαση

Definitions and Meaning of double-crossing in English

Wordnet

double-crossing (n)

an act of betrayal

FAQs About the word double-crossing

διπλή διάβαση

an act of betrayal

μαχαιριά στην πλάτη,προδοτικός,διασταύρωση,Πωλήσεις (έξω),άπιστος,που δίνεται μακριά,ξαναγυρίζω,ενημερώνοντας (για),πουλώ κάτι πολύ φτηνά,αγορές

υπερασπίζοντας,προστατευτικός,αποταμίευση,φρούρηση,έτοιμος,προστασία,θωράκιση

double-crosser => προδότης, double-chinned => Με διπλοσάγονο, double-check => επανέλεγχος, double-charge => διπλή χρέωση, double-breasted suit => Κοστούμι διπλής σειράς,