Greek Meaning of splitting (on)

διαχωρισμός (σε)

Other Greek words related to διαχωρισμός (σε)

Definitions and Meaning of splitting (on) in English

splitting (on)

to give information about the secret or criminal activity of (someone) to the police

FAQs About the word splitting (on)

διαχωρισμός (σε)

to give information about the secret or criminal activity of (someone) to the police

Ενημέρωση,κουτσομπολιό (για),ομιλώντας,μαγκάφω (κάποιον),προδοτικός,που δίνεται μακριά,Πωλήσεις (έξω),τραγούδι,μαγκουφιά,τρίξιμο

No antonyms found.

split-second => κλάσμα δευτερολέπτου, splits (up) => Διαιρείται, splits (on) => διαιρέσεις (επί), splits => διαχωρισμοί, split seconds => κλάσμα δευτερολέπτου,