Greek Meaning of tyro

αρχάριος

Other Greek words related to αρχάριος

Definitions and Meaning of tyro in English

Wordnet

tyro (n)

someone new to a field or activity

FAQs About the word tyro

αρχάριος

someone new to a field or activity

μαθητευόμενος,αρχάριος,πρωτοετής φοιτητής,νέος αφιχθείς,αρχάριος,νέος,Πουλάρι,νεοσσός,νέος,νεόφυτος

Κτηνίατρος,Βετεράνος,ειδικός,κύριος,βετεράνος,παλιός,επαγγελματίας,επαγγελματίας

tyrian purple => μωβ, tyre => ελαστικό, tyrant flycatcher => Τύραννος μυγοπαγίδα, tyrant bird => Τύραννος, tyrant => Τύραννος,