FAQs About the word tranquilizer

ηρεμιστικό

a drug used to reduce stress or tension without reducing mental clarityAlt. of Tranquillizer

ηρεμιστικό,αναλγητικό,αναισθητικό,παυσίπονο

No antonyms found.

tranquilized => ηρεμισμένος, tranquilize => ηρεμώ, tranquilization => ηρεμιστικό, tranquility => γαλήνη, tranquilising => ηρεμιστικό,