Greek Meaning of castration
Καστρασιον
Other Greek words related to Καστρασιον
- ξυπνώ
- σιδεράκια
- ενεργοποιώ
- ζωντανεύω
- αναζωογονώ
- επιταχύνω
- ξυπνήσω
- διεγείρω
- ανακατεύω
- ζωογονώ
- αναζωογονώ
- υποκινώ
- ενισχύω
- χρέωση
- ζητωκραυγές
- ηλεκτροδοτώ
- ενθαρρύνω
- Διέγερση
- Ζύμωση
- φωτιά
- Υποστηρίζω
- οχυρώνω
- γαλβανίζω
- παροτρύνω
- φλεγμόνω
- Εμπνέω
- υποκινώ
- ανάβω
- ασανσέρ
- προκαλώ
- ανασταίνω
- αναβιώνω
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- χτυπάω
- Σημαδούρα
- ενθαρρύνω
- Ενεργοποίηση εκ νέου
- αναζωογονώ
- ξυπνώ ξανά
- επαναφόρτιση
- Ανανεώνω
- αναγεννώ
- αναζωογονώ
- Αναζωπυρώνω
- ανανεώνω
- ανάνηψη
- αναζωογονώ
- Αναφλέγω
- αναζωογονώ
Nearest Words of castration
Definitions and Meaning of castration in English
castration (n)
neutering a male animal by removing the testicles
surgical removal of the testes or ovaries (usually to inhibit hormone secretion in cases of breast cancer in women or prostate cancer in men)
the deletion of objectionable parts from a literary work
castration (n.)
The act of castrating.
FAQs About the word castration
Καστρασιον
neutering a male animal by removing the testicles, surgical removal of the testes or ovaries (usually to inhibit hormone secretion in cases of breast cancer in
αποχέτευση,εξάτμιση,απολιθώνω,υπονομεύω,εξασθενώ,φοράω,υγρός,υγραίνω,αποδυναμώνω,εξασθενίζω
ξυπνώ,σιδεράκια,ενεργοποιώ,ζωντανεύω,αναζωογονώ,επιταχύνω,ξυπνήσω,διεγείρω,ανακατεύω,ζωογονώ
castrating => Ευνουχίζω, castrated => ευνουχισμένος, castrate => Ευνουχίζω, castrametation => στρατοπέδευση, castor-oil plant => Ρικινόδεντρο,