FAQs About the word canceling (out)

(Ακύρωση)

to reduce the effect of (something)

αποζημιωτικός (για),αποζημίωση,αντισταθμισμός,ακύρωση,εξιλεωτικός (για),διορθωτικός,αντιρρόπηση,αντισταθμίζω,εξισορροπητικός,εξουδετέρωση

No antonyms found.

canceler => ακύρωση, canceled (out) => ακυρώθηκε (έξω), cancelation => ακύρωση, cancel (out) => ακυρώνει (έξω), canards => νάρκες,