Greek Meaning of ordained
χειροτονημένος
Other Greek words related to χειροτονημένος
- προορισμένος
- καταδικασμένος
- καταδικασμένος
- μοιραίος
- προκαθορισμένος
- προαποφασισμένος
- προκαθορισμένος
- προκαθορισμένος
- προβλεπόμενος
- προκαθορισμένος
- αναμενόμενος
- οιωνίστηκα
- προμηνύω
- Πρόβλεψε
- προμήνυε
- πρόβλεψη
- προβλεπόμενος
- προγνώριζα
- προβλέπω
- προβλέφθηκε
- προμήνυσε
- προκατειλημμένος
- προκαθορισμένος
- προκατειλημμένος
- προμήνυσε
- προγνωσμένος
- προφήτευσε
- καταδικάστηκε
Nearest Words of ordained
Definitions and Meaning of ordained in English
ordained (s)
fixed or established especially by order or command
invested with ministerial or priestly functions
ordained (imp. & p. p.)
of Ordain
FAQs About the word ordained
χειροτονημένος
fixed or established especially by order or command, invested with ministerial or priestly functionsof Ordain
προορισμένος,καταδικασμένος,καταδικασμένος,μοιραίος,προκαθορισμένος,προαποφασισμένος,προκαθορισμένος,προκαθορισμένος,προβλεπόμενος,προκαθορισμένος
ματαιωμένο,ακυρώθηκε,ακυρώθηκε,ακυρώθηκε
ordainable => Χειροτονητός, ordain => χειροτονείν, ord kangaroo rat => Κίτρινος κυναγερός κάγκουρου, ord => τακτικός αριθμός, orcus => Ορκος,