Greek Meaning of ordeal
δοκιμασία
Other Greek words related to δοκιμασία
- σταυρός
- φωτιά
- Γάντι
- δίκη
- πρόκληση
- χωνευτήρι
- γάντι
- θλίψη
- παράπονο
- δυσκολία
- έναρξη
- Ατυχία
- Τραγωδία
- πρόβλημα
- Δοκιμασία οξύτητας
- αντιξοότητα
- δυστυχία
- βάπτιση
- βάπτισμα του πυρός
- Επιπλοκή
- δυσκολία
- δυσφορία
- Ενόχληση
- δοκιμή λακκούβα
- ατύχημα
- κακοτυχία
- ατύχημα
- ενόχληση
- στέρηση
- Αυστηρότητα
- θλίψη
- μεταβολές
- συμφορά
Nearest Words of ordeal
- ordeal bean => Κόκκινο φασόλι
- ordeal tree => Δένδρο της δοκιμασίας
- order => παραγγελία
- order acarina => Τάξη ακάρεων
- order accipitriformes => τάξη των αρπακτικών πτηνών
- order actinaria => Ακτινάρια
- order actiniaria => Τάξη πράσινων ανεμώνων
- order actinomycetales => Τάξη ακτινομυκητιακών
- order actinomyxidia => Τάξη ακτινομυξίδια
- order aepyorniformes => Τάξη: Aepyornithiformes
Definitions and Meaning of ordeal in English
ordeal (n)
a severe or trying experience
a primitive method of determining a person's guilt or innocence by subjecting the accused person to dangerous or painful tests believed to be under divine control; escape was usually taken as a sign of innocence
ordeal (n.)
An ancient form of test to determine guilt or innocence, by appealing to a supernatural decision, -- once common in Europe, and still practiced in the East and by savage tribes.
Any severe trial, or test; a painful experience.
ordeal (a.)
Of or pertaining to trial by ordeal.
FAQs About the word ordeal
δοκιμασία
a severe or trying experience, a primitive method of determining a person's guilt or innocence by subjecting the accused person to dangerous or painful tests be
σταυρός,φωτιά,Γάντι,δίκη,πρόκληση,χωνευτήρι,γάντι,θλίψη,παράπονο,δυσκολία
No antonyms found.
ordalian => Ordalian, ordal => Θεόκριση, ordainment => χειροτονία , ordaining => χειροτονία, ordainer => χειροτονών,