Greek Meaning of gauntlet
Γάντι
Other Greek words related to Γάντι
- σταυρός
- χωνευτήρι
- φωτιά
- έναρξη
- δοκιμασία
- δίκη
- βάπτισμα του πυρός
- πρόκληση
- Δοκιμασία οξύτητας
- αντιξοότητα
- δυστυχία
- βάπτιση
- Επιπλοκή
- δυσκολία
- δυσφορία
- θλίψη
- παράπονο
- δυσκολία
- Ενόχληση
- δοκιμή λακκούβα
- ατύχημα
- κακοτυχία
- Ατυχία
- ατύχημα
- ενόχληση
- στέρηση
- Αυστηρότητα
- Τραγωδία
- θλίψη
- πρόβλημα
- μεταβολές
- συμφορά
Nearest Words of gauntlet
Definitions and Meaning of gauntlet in English
gauntlet (n)
to offer or accept a challenge
a glove of armored leather; protects the hand
a glove with long sleeve
a form of punishment in which a person is forced to run between two lines of men facing each other and armed with clubs or whips to beat the victim
gauntlet (n.)
See Gantlet.
A glove of such material that it defends the hand from wounds.
A long glove, covering the wrist.
A rope on which hammocks or clothes are hung for drying.
FAQs About the word gauntlet
Γάντι
to offer or accept a challenge, a glove of armored leather; protects the hand, a glove with long sleeve, a form of punishment in which a person is forced to run
σταυρός,χωνευτήρι,φωτιά,έναρξη,δοκιμασία,δίκη,βάπτισμα του πυρός,πρόκληση,Δοκιμασία οξύτητας,αντιξοότητα
No antonyms found.
gaunt => αδύνατος, gaumless => απρόσεκτος, gaultheria shallon => Gaultheria shallon, gaultheria procumbens => Gaultheria procumbens, gaultheria hispidula => Gaultheria hispidula,