Greek Meaning of gauntleted
Γεμισμένος
Other Greek words related to Γεμισμένος
- σταυρός
- χωνευτήρι
- φωτιά
- έναρξη
- δοκιμασία
- δίκη
- βάπτισμα του πυρός
- πρόκληση
- Δοκιμασία οξύτητας
- αντιξοότητα
- δυστυχία
- βάπτιση
- Επιπλοκή
- δυσκολία
- δυσφορία
- θλίψη
- παράπονο
- δυσκολία
- Ενόχληση
- δοκιμή λακκούβα
- ατύχημα
- κακοτυχία
- Ατυχία
- ατύχημα
- ενόχληση
- στέρηση
- Αυστηρότητα
- Τραγωδία
- θλίψη
- πρόβλημα
- μεταβολές
- συμφορά
Nearest Words of gauntleted
Definitions and Meaning of gauntleted in English
gauntleted (s)
wearing a protective glove
FAQs About the word gauntleted
Γεμισμένος
wearing a protective glove
σταυρός,χωνευτήρι,φωτιά,έναρξη,δοκιμασία,δίκη,βάπτισμα του πυρός,πρόκληση,Δοκιμασία οξύτητας,αντιξοότητα
No antonyms found.
gauntlet => Γάντι, gaunt => αδύνατος, gaumless => απρόσεκτος, gaultheria shallon => Gaultheria shallon, gaultheria procumbens => Gaultheria procumbens,