Greek Meaning of gauntly

αδύνατος

Other Greek words related to αδύνατος

Definitions and Meaning of gauntly in English

Webster

gauntly (adv.)

In a gaunt manner; meagerly.

FAQs About the word gauntly

αδύνατος

In a gaunt manner; meagerly.

ταλαιπωρημένος,σκελετικός,οστεώδης,πτωματώδης,αδύνατος,Πεινασμένος,πεινασμένος,πεινασμένος,οστεώδης,πεινασμένος

γεροδεμένος,μυώδης,Μυώδης,παχουλός,κορpulεντ,λίπος,κατάλληλο,Σαρκώδης,υγιής,υγιής

gauntletted => gauntleted, gauntleted => Γεμισμένος, gauntlet => Γάντι, gaunt => αδύνατος, gaumless => απρόσεκτος,