FAQs About the word trousered

παντελονακισμένος

dressed in trousers

No synonyms found.

No antonyms found.

trouser press => σιδερωτήρι παντελονιών, trouser cuff => Παντελονόγαμπο, trouser clip => Γαντζάκι παντελονιού, trouser => παντελόνι, trouse => Φέσι,