Greek Meaning of harder

δυσκολότερο

Other Greek words related to δυσκολότερο

Definitions and Meaning of harder in English

Webster

harder (n.)

A South African mullet, salted for food.

FAQs About the word harder

δυσκολότερο

A South African mullet, salted for food.

αμείλικτος,αδίστακτος,λιθώδης,σκληρός,προσβλητικός,βίαιος,σκληρόκαρδος,ψυχρός,σκληρός,ζοφερός

φιλανθρωπικός,συμπονετικός,ήπιος,ανθρώπινος,ευγενικός,παρακαλώ,ελεήμων,ήπιος,ευαίσθητος,συμπαθής

hardening of the arteries => Αθηροσκλήρωση, hardening => σκλήρυνση, hardener => σκληρυντικό, hardened => σκληρυμένο, hardenbergia comnptoniana => Hardenbergia comnptoniana,