Greek Meaning of wonder-worker
θαυματουργός
Other Greek words related to θαυματουργός
- μάντης
- μάντης
- γιάτρος
- αποκρυφιστής
- Προφήτης
- οραματιστής
- σαμάνος
- σαμανιστικός
- μάντης
- μάγισσα
- θαυματοποιός
- Θαυματουργός
- θεουργός
- Μάγος
- γοητευτής
- ταχυδακτυλουργός
- ταχυδακτυλουργός
- Μάγος
- Μάγισσα
- εξορκιστής
- προνοητικός
- μάγισσα
- Μάγος
- μάγος
- μάγος
- μάγος
- Νεκρομάντης
- προγνώστης
- Μάγος
- βουντού
- μάγος
- Κρυστάλλινη σφαίρα
- Εξορκιστής
- Δεκαεξαδικός
- μέσο
- Προφήτης
- βουντού
- Μάγισσα
- μάγος
Nearest Words of wonder-worker
Definitions and Meaning of wonder-worker in English
wonder-worker (n.)
One who performs wonders, or miracles.
FAQs About the word wonder-worker
θαυματουργός
One who performs wonders, or miracles.
μάντης,μάντης,γιάτρος,αποκρυφιστής,Προφήτης,οραματιστής,σαμάνος,σαμανιστικός,μάντης,μάγισσα
No antonyms found.
wonderwork => θαύμα, wonder-struck => εκστατικός, wonderstruck => έκπληκτος, wonders => θαύματα, wonderous => θαυμάσιος,