Greek Meaning of exorciser

Εξορκιστής

Other Greek words related to Εξορκιστής

Definitions and Meaning of exorciser in English

Wordnet

exorciser (n)

someone who practices exorcism

Webster

exorciser (n.)

An exorcist.

FAQs About the word exorciser

Εξορκιστής

someone who practices exorcismAn exorcist.

Κρυστάλλινη σφαίρα,εξορκιστής,προνοητικός,γιάτρος,Προφήτης,Προφήτης,οραματιστής,Μάγος,μάντης,μάντης

No antonyms found.

exorcised => εξορκίζομαι, exorcise => εξορκίζω, exorbitate => υπερβολικός, exorbitantly => υπερβολικά ακριβός, exorbitant => υπερβολικός,