Greek Meaning of voodooist
βουντού
Other Greek words related to βουντού
- Μάγος
- μάγος
- Μάγος
- Μάγισσα
- μάγος
- γοητευτής
- ταχυδακτυλουργός
- ταχυδακτυλουργός
- Μάγος
- μάγος
- μάγος
- Νεκρομάντης
- σαμάνος
- βουντού
- μάγος
- Κρυστάλλινη σφαίρα
- μάντης
- Μάγισσα
- Εξορκιστής
- εξορκιστής
- προνοητικός
- μάντης
- μάγισσα
- Δεκαεξαδικός
- γιάτρος
- αποκρυφιστής
- προγνώστης
- Προφήτης
- Προφήτης
- οραματιστής
- σαμανιστικός
- μάντης
- μάγισσα
- Θαυματουργός
- θεουργός
- Μάγος
- θαυματουργός
Nearest Words of voodooist
Definitions and Meaning of voodooist in English
voodooist
the practice of witchcraft, voodoo sense 1
FAQs About the word voodooist
βουντού
the practice of witchcraft, voodoo sense 1
Μάγος,μάγος,Μάγος,Μάγισσα,μάγος,γοητευτής,ταχυδακτυλουργός,ταχυδακτυλουργός,Μάγος,μάγος
No antonyms found.
voodooisms => βουντού, voodooing => βουντού, voodooed => μαγεμένος, volunteers => εθελοντές, volumes => τόμοι,