Greek Meaning of voodoos
βουντού
Other Greek words related to βουντού
- μάγοι
- Μάγοι
- μάγοι
- Μάγισσες
- μάγοι
- γοητευτές
- ταχυδακτυλουργοί
- ταχυδακτυλουργοί
- μάγοι
- μάγοι
- Μάγοι
- νεκρομάντες
- σαμάνοι
- λατρευτές του βουντού
- μάγοι
- μάντεις
- μάγισσες
- Εξορκιστές
- μάντεις
- μάγισσες
- κατάρες
- μέσα ενημέρωσης
- marks
- αποκρυφιστές
- προγνωστικοί
- Προφήτες
- μάντεις
- μαντείς
- μάγισσες
- Θαυματουργοί
- θεουργοί
- μάγοι
- θαυματουργοί
Nearest Words of voodoos
Definitions and Meaning of voodoos in English
voodoos
a person who deals in spells and magic, a hexed object, to bewitch by or as if by means of voodoo, a sorcerer's spell, a person who deals in spells and necromancy, based on highly improbable suppositions, a religion that is based on African ancestor worship and practiced chiefly in Haiti, a religion that is derived from African polytheism and ancestor worship and is practiced chiefly in Haiti, of, relating to, or practicing voodoo
FAQs About the word voodoos
βουντού
a person who deals in spells and magic, a hexed object, to bewitch by or as if by means of voodoo, a sorcerer's spell, a person who deals in spells and necroman
μάγοι,Μάγοι,μάγοι,Μάγισσες,μάγοι,γοητευτές,ταχυδακτυλουργοί,ταχυδακτυλουργοί,μάγοι,μάγοι
No antonyms found.
voodooists => λατρευτές του βουντού, voodooist => βουντού, voodooisms => βουντού, voodooing => βουντού, voodooed => μαγεμένος,