Greek Meaning of contravention
παράβαση
Other Greek words related to παράβαση
Nearest Words of contravention
- contravene => παραβιάζω
- contrasty => με μεγάλη αντίθεση
- contrastive => αντιπαραθετικός
- contrastingly => αντιθέτως
- contrasting => αντιθετικός
- contrast medium => Μέσο σκιαγραφίας
- contrast material => Σκιαγραφικό υλικό
- contrast => αντίθεση
- contras => κόντρας
- contrary to fact => αντίθετη προς την πραγματικότητα
- contredanse => Κοντρντάνς
- contretemps => απρόοπτο
- contribute => συνεισφέρω
- contributing => συμβάλλοντα
- contribution => συνεισφορά
- contribution plan => Σχέδιο συνεισφοράς
- contributive => συμβολικός
- contributor => συνεισφέρων, συνεισφέρουσα
- contributory => συμβάλλον
- contributory negligence => Συντρέχουσα αμέλεια
Definitions and Meaning of contravention in English
contravention (n)
coming into conflict with
FAQs About the word contravention
παράβαση
coming into conflict with
παράβαση,αδίκημα,παραβίαση,παράβαση,παράβαση,παράβαση,εγκληματικότητα,αδιαφορία,παραβίαση,λήθη
τήρηση,σεβόμενος,μη παραβίαση,διατήρηση
contravene => παραβιάζω, contrasty => με μεγάλη αντίθεση, contrastive => αντιπαραθετικός, contrastingly => αντιθέτως, contrasting => αντιθετικός,