FAQs About the word hinderer

εμπόδιο

One who, or that which, hinders.

Επιστροφή‌,Έλαφος,πίσω,πρύμνη,μετά,ραχιαίος,ο τελευταίος,οπίσθιο, οπίσθιος, οπίσθια,πίσω

εμπρόσθιος,μπροστά,μπροστά,εμπρός,μετωπικός,κοιλιακός

hindered => παρεμποδισμένος, hinderance => εμπόδιο, hinder => εμποδίζω, hindenburg => Χίντενμπουργκ, hindemith => Χίντεμιθ,