Greek Meaning of hilariousness

ἱλαρότητα

Other Greek words related to ἱλαρότητα

Definitions and Meaning of hilariousness in English

hilariousness

causing hilarity, marked by or causing hilarity

FAQs About the word hilariousness

ἱλαρότητα

causing hilarity, marked by or causing hilarity

Κωμωδία,αστείο,χιούμορ,χιούμορ,ειρωνεία,παραλογισμό,Διασκέδαση,αστείος,κωμικότητα,Χιούμορ

αγωνία,αγωνία,θλίψη,δυστυχία,Πάθος,Θλίψη,βαρύτητα,πόνος στην καρδιά,Σπαρακτικός,σοβαρότητα

hikes => πεζοπορίες, hijackings => αεροπειρατείες, hijacked => αεροπειρατείας, highways => αυτοκινητόδρομοι, high-water marks => υψηλά σημεία παλίρροιας,