Greek Meaning of highways

αυτοκινητόδρομοι

Other Greek words related to αυτοκινητόδρομοι

Definitions and Meaning of highways in English

highways

a public road, a public way, a main direct road

FAQs About the word highways

αυτοκινητόδρομοι

a public road, a public way, a main direct road

αρτηρίες,δρόμοι,αρτηρίες,λεωφόροι,οδοί κυκλοφορίας,αυτοκινητόδρομοι,Αυτοκινητόδρομοι,δρόμοι,διαδρομές,δρόμοι

No antonyms found.

high-water marks => υψηλά σημεία παλίρροιας, high-test => υψηλού οκτανίου, hightails (it) => παίρνει τα πόδια του, hightailing (it) => κουτρουβαλάω (εκεί), hightailed (it) => (έβαλε τα πόδια),