Greek Meaning of titillated

διεγερτικός

Other Greek words related to διεγερτικός

Definitions and Meaning of titillated in English

Wordnet

titillated (s)

feeling mild pleasurable excitement

Webster

titillated (imp. & p. p.)

of Titillate

FAQs About the word titillated

διεγερτικός

feeling mild pleasurable excitementof Titillate

Ηλεκτροφορτισμένο,ενθουσιασμένος,ενθουσιασμένος,διεγερμένος,Χαρούμενος,γοητευμένος,ενθουσιασμένος,γαλβανισμένο,εμπνεόμενος,μεθυσμένος

βαρετό,κουρασμένος,κουρασμένος,απογοητευμένος,Αποθαρρυμένος,αποθαρρυμένος,απογοητευμένος,κουρασμένος,Ξεθώριασε,απογοητευμένος

titian => Τιτσιάνο, titi monkey => Τίτι πίθηκος, titi family => Οικογένεια Τίτι, titi => έποπας, tithymal => Ευφόρβιο,