FAQs About the word riveter

Πριτσινάκι

a worker who inserts and hammers rivets, a machine for driving rivetsOne who rivets.

Συμπύκνωμα,Εστίαση,κέντρο,δένω,τρένο,στόχος,συμμετέχω,άμεσο,εστιάζω σε,Προσέχω

No antonyms found.

riveted => συναρπαστικό, rivet line => Γραμμή πριτσινιών, rivet => Περτσίνι, rivery => ποτάμιος, riverside => Παραποτάμια περιοχή,