Greek Meaning of desuetude
αχρησία
Other Greek words related to αχρησία
Nearest Words of desuetude
- desuete => ξεπερασμένος
- desudation => Εφίδρωση
- destruie => καταστρέφει
- destructor => Καταστροφέας
- destructiveness => Καταστροφικότητα
- destructive-metabolic => καταστροφικός-μεταβολικός
- destructively => καταστροφικά
- destructive metabolism => καταστροφικός μεταβολισμός
- destructive distillation => Καταστροφική απόσταξη
- destructive => καταστροφικός
Definitions and Meaning of desuetude in English
desuetude (n)
a state of inactivity or disuse
desuetude (n.)
The cessation of use; disuse; discontinuance of practice, custom, or fashion.
FAQs About the word desuetude
αχρησία
a state of inactivity or disuseThe cessation of use; disuse; discontinuance of practice, custom, or fashion.
εγκατάλειψη,καταργηση,αμέλεια,λιποταξία,Αδράνεια,αδράνεια,αναστολή,λήθαργος,καθυστέρηση
χρήση
desuete => ξεπερασμένος, desudation => Εφίδρωση, destruie => καταστρέφει, destructor => Καταστροφέας, destructiveness => Καταστροφικότητα,