Greek Meaning of destructively

καταστροφικά

Other Greek words related to καταστροφικά

Definitions and Meaning of destructively in English

Wordnet

destructively (r)

in a destructive manner

Webster

destructively (adv.)

In a destructive manner.

FAQs About the word destructively

καταστροφικά

in a destructive mannerIn a destructive manner.

καταστροφικός,καταστροφικό,καταστροφικός,καταστροφικό,κατακλυσμιαίος,θανατηφόρος,μοιραίος,θανατηφόρος,δηλητηριώδης,καταστροφικός

εποικοδομητικός,δημιουργικός,μη καταστροφικός,παραγωγικός,προστατευτικός,διαμορφωτικός,ακίνδυνος,υγιής,χρήσιμος,αθώος

destructive metabolism => καταστροφικός μεταβολισμός, destructive distillation => Καταστροφική απόσταξη, destructive => καταστροφικός, destructionist => καταστροφέας, destruction fire => Καταστροφική πυρκαγιά,