Greek Meaning of downfallen

καταβεβλημένος

Other Greek words related to καταβεβλημένος

Definitions and Meaning of downfallen in English

Webster

downfallen (a.)

Fallen; ruined.

FAQs About the word downfallen

καταβεβλημένος

Fallen; ruined.

Κατάρα,θάνατος,καταστροφή,Το φιλί του θανάτου,ερείπια,ερείπιο,ακύρωση,κατάρα,μαρτύριο,Τραγική ελάττωμα

πρόοδος,ανάβαση,ανάπτυξη,εξέλιξη,ανάπτυξη,ανέβαινω,άνοδος,πρόσθεση,ανθοφορία,αύξηση

downfall => πτώση, downer => καταθλιπτικό, downed => καταρριφθείς, downdraft => ρεύμα καθόδου, downcomer => υδρορροή,