Greek Meaning of downer
καταθλιπτικό
Other Greek words related to καταθλιπτικό
Nearest Words of downer
Definitions and Meaning of downer in English
downer (n)
a drug that reduces excitability and calms a person
FAQs About the word downer
καταθλιπτικό
a drug that reduces excitability and calms a person
ατύχημα,βαρετός,απογοήτευση,κάτω,Καταστροφή,καταστροφή,θάνατος,Ατυχία,Τραγωδία,συμφορά
ταξίδι,άνω,τονωτικό
downed => καταρριφθείς, downdraft => ρεύμα καθόδου, downcomer => υδρορροή, downcome => παρακμή, downcast => απογοητευμένος,