FAQs About the word joyride

Βόλτα.

a ride in a car taken solely for pleasure, ride in a car with no particular goal and just for the pleasure of it

μεταφορά,ιππασία,διέλευση,μεταφορά,μεταφορά,Απόσπασμα,οδήγηση,ασανσέρ,γύρισμα,σειρά

μούτρα,Ραγού,μορφάζω,σκυθρωπάζω

joyousness => χαρά, joyously => χαρούμενα, joyous => χαρούμενος, joylessness => Αχαρά, joylessly => χωρίς χαρά,