Greek Meaning of irreducibility

Ανεπανάληπτοτητα

Other Greek words related to Ανεπανάληπτοτητα

Definitions and Meaning of irreducibility in English

Webster

irreducibility (n.)

The state or quality of being irreducible.

FAQs About the word irreducibility

Ανεπανάληπτοτητα

The state or quality of being irreducible.

ανήλικος,μικρός,μικρότερος,μικρότερος,λιγότερο,λιγότερος,λιγότερο,μικρότερος,Χαμηλός,ο χαμηλότερος

υψηλότερος,τα περισσότερα,μεγαλύτερος,γεμάτος,μεγαλύτερος,μεγαλύτερος,μέγιστο,κορυφαίο,Ακρότατο,τεράστιος

irredentist => αλυτρωτικός, irredentism => αλυτρωτισμός, irredenta => αλυτρωτισμός, irredeemable => ανεπανόρθωτος, irredeemability => μη εξαγοράσιμος,