Greek Meaning of corpuscular
σωματιδιακός
Other Greek words related to σωματιδιακός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of corpuscular
- corpuscle => αιμοσφαίριο
- corpus striatum => Corpus striatum
- corpus sternum => σώμα στέρνου
- corpus luteum => ωχρό σωμάτιο
- corpus geniculatum mediale => Μέσο γονατοειδές σώμα
- corpus geniculatum laterale => Εξωτερικός γονατώδης πυρήνας
- corpus delicti => στοιχεία εγκλήματος
- corpus christi => Εορτή του Σώματος του Χριστού
- corpus callosum => Κώνος ενωτικής
- corpus amygdaloideum => Αμυγδαλή
- corpuscular radiation => Σωματιδιακή ακτινοβολία
- corpuscular theory => σωµατιδιακή θεωρία
- corpuscular theory of light => σωματιδιακή θεωρία φωτός
- corpuscular-radiation pressure => Πίεση ακτινοβολίας σωματιδίων
- corrade => Ανεμική διάβρωση
- corral => μάντρα
- corrasion => Διάβρωση
- correct => Σωστό
- correctable => διορθώσιμο
- corrected => διορθωμένο
Definitions and Meaning of corpuscular in English
corpuscular (a)
of or relating to corpuscles
FAQs About the word corpuscular
σωματιδιακός
of or relating to corpuscles
No synonyms found.
No antonyms found.
corpuscle => αιμοσφαίριο, corpus striatum => Corpus striatum, corpus sternum => σώμα στέρνου, corpus luteum => ωχρό σωμάτιο, corpus geniculatum mediale => Μέσο γονατοειδές σώμα,