Greek Meaning of corpuscular radiation
Σωματιδιακή ακτινοβολία
Other Greek words related to Σωματιδιακή ακτινοβολία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of corpuscular radiation
- corpuscular => σωματιδιακός
- corpuscle => αιμοσφαίριο
- corpus striatum => Corpus striatum
- corpus sternum => σώμα στέρνου
- corpus luteum => ωχρό σωμάτιο
- corpus geniculatum mediale => Μέσο γονατοειδές σώμα
- corpus geniculatum laterale => Εξωτερικός γονατώδης πυρήνας
- corpus delicti => στοιχεία εγκλήματος
- corpus christi => Εορτή του Σώματος του Χριστού
- corpus callosum => Κώνος ενωτικής
- corpuscular theory => σωµατιδιακή θεωρία
- corpuscular theory of light => σωματιδιακή θεωρία φωτός
- corpuscular-radiation pressure => Πίεση ακτινοβολίας σωματιδίων
- corrade => Ανεμική διάβρωση
- corral => μάντρα
- corrasion => Διάβρωση
- correct => Σωστό
- correctable => διορθώσιμο
- corrected => διορθωμένο
- correction => Διόρθωση
Definitions and Meaning of corpuscular radiation in English
corpuscular radiation (n)
a stream of atomic or subatomic particles that may be charged positively (e.g. alpha particles) or negatively (e.g. beta particles) or not at all (e.g. neutrons)
FAQs About the word corpuscular radiation
Σωματιδιακή ακτινοβολία
a stream of atomic or subatomic particles that may be charged positively (e.g. alpha particles) or negatively (e.g. beta particles) or not at all (e.g. neutrons
No synonyms found.
No antonyms found.
corpuscular => σωματιδιακός, corpuscle => αιμοσφαίριο, corpus striatum => Corpus striatum, corpus sternum => σώμα στέρνου, corpus luteum => ωχρό σωμάτιο,