FAQs About the word wildflower

αγριολούλουδο

wild or uncultivated flowering plant

No synonyms found.

No antonyms found.

wildfire => Δασική πυρκαγιά, wild-eyed => με μάτια που βγήκαν από τις κόγχες τους, wilderness campaign => Εκστρατεία ερημιάς, wilderness => έρημος, wilderment => σύγχυση,