Greek Meaning of contingent on
εναπόκειται
Other Greek words related to εναπόκειται
Nearest Words of contingent on
- contingent => εξαρτώμενος
- contingency procedure => Διαδικασία έκτακτης ανάγκης
- contingency fee => Τέλη αποζημίωσης
- contingency => ενδεχόμενο
- contingence => απρόοπτο
- continent-wide => πανηπειρωτικός
- continental system => Ηπειρωτικό σύστημα
- continental slope => Ηπειρωτικός βυθός
- continental shelf => υφαλοκρηπίδα
- continental quilt => Ηπειρωτικό κάλυμμα
Definitions and Meaning of contingent on in English
contingent on (s)
being determined by conditions or circumstances that follow
FAQs About the word contingent on
εναπόκειται
being determined by conditions or circumstances that follow
υπό όρους,εξαρτημένος,(υπόκειται (σε)),προσωρινός,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφίβολος,αμφίβολο,υπεύθυνος,περιορισμένος
ολοκληρωμένο,ανεξάρτητος,τέλειο,απλός,συνολικό,απόλυτος,άνευ όρων,απόλυτος,βασικό,βασικός
contingent => εξαρτώμενος, contingency procedure => Διαδικασία έκτακτης ανάγκης, contingency fee => Τέλη αποζημίωσης, contingency => ενδεχόμενο, contingence => απρόοπτο,