Greek Meaning of delinquently
παραβατικά
Other Greek words related to παραβατικά
Nearest Words of delinquently
Definitions and Meaning of delinquently in English
delinquently (adv.)
So as to fail in duty.
FAQs About the word delinquently
παραβατικά
So as to fail in duty.
τελικά,αργά,αργότερα,αργά,μετά,έπειτα,Αργοπορημένα,επακόλουθα,αργά,κατόπιν
εκ των προτέρων,νωρίς,αμέσως,πρόωρα,αμέσως,ακατάλληλα,πρόωρα,ακριβώς,γρήγορα,γρήγορα
delinquent => παραβάτης, delinquency => εγκληματικότητα, delinquencies => παραπτώματα, delinition => Ορισμός, delineature => οριοθετείται,