FAQs About the word delinquently

παραβατικά

So as to fail in duty.

τελικά,αργά,αργότερα,αργά,μετά,έπειτα,Αργοπορημένα,επακόλουθα,αργά,κατόπιν

εκ των προτέρων,νωρίς,αμέσως,πρόωρα,αμέσως,ακατάλληλα,πρόωρα,ακριβώς,γρήγορα,γρήγορα

delinquent => παραβάτης, delinquency => εγκληματικότητα, delinquencies => παραπτώματα, delinition => Ορισμός, delineature => οριοθετείται,