Greek Meaning of smoldered
τσιγάριζε
Other Greek words related to τσιγάριζε
- επιλεγμένο
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- περιεχομενη
- καταπιεσμένος
- συγκρατημένος
- πνιγμένος
- πνιγηρός
- στραγγαλισμένος
- ήρεμος
- καταπιεσμένη
- θερμικός
- Πνίγω (πίσω)
- κατευνασμένος
- κατάπιε
- κατέστειλε
- Ηρεμος
- ανακουφισμένος
- μέτριος
- ειρηνευμένος
- τσεπώνω
- ησυχασμένος
- χαλιναγωγημένο
- χαλαρός
- εγκαταστημένος
- ηρεμημένος
- ψύχθηκε
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- κατέστειλε
- ησυχασμένο
- ήρεμος (κάτω)
Nearest Words of smoldered
Definitions and Meaning of smoldered in English
smoldered
to burn inwardly, to exist in a state of suppressed activity, to burn sluggishly, without flame, and often with much smoke, a slow smoky fire, to show suppressed anger, hate, or jealousy, to burn slowly with smoke and usually without flame, to be consumed by smoldering, to exist or continue in a hidden or controlled state
FAQs About the word smoldered
τσιγάριζε
to burn inwardly, to exist in a state of suppressed activity, to burn sluggishly, without flame, and often with much smoke, a slow smoky fire, to show suppresse
θυμωμένος,καμμένος,καμένο,έβρασε,γρύλισε,στον ατμό,χτύπησε,αφρώδης,εξαγριωμένος,αναμμένος (προς τα πάνω)
επιλεγμένο,συλλεγέν,συντεθειμένος,περιεχομενη,καταπιεσμένος,συγκρατημένος,πνιγμένος,πνιγηρός,στραγγαλισμένος,ήρεμος
smoking out => Κάπνισμα έξω, smokey => καπνιστός, smokestacks => Καμινάδες, smokes => καπνίζει, smoked out => Καπνιστής,