Greek Meaning of smoked out

Καπνιστής

Other Greek words related to Καπνιστής

Definitions and Meaning of smoked out in English

smoked out

to cause to be made public, to drive out by or as if by smoke

FAQs About the word smoked out

Καπνιστής

to cause to be made public, to drive out by or as if by smoke

αναγνωρισμένος,υπό ιδιοκτησία,εκσκαμμένο,παραδέχτηκε,Σαραντάρισε,παραδεκτός,διαφημισμένο,ανακοινώθηκε,ομολογημένος,μετάδοση

κρυμμένο,Κρυμμένος,μεταμφιεσμένος,συγκαλυμμένο,καλυμμένος (πάνω),καμουφλαρισμένο,Κρυμμένος,μεταμφιεσμένος,καλυμμένος,τυλιγμένος σε

smogs => ομίχλη, smiths => σιδεράδες, smites => χτυπά, smirks => χαμόγελο σκωπτικό, smirching => δυσφημώ,