Greek Meaning of raked up

Σαραντάρισε

Other Greek words related to Σαραντάρισε

Definitions and Meaning of raked up in English

raked up

to make known or public

FAQs About the word raked up

Σαραντάρισε

to make known or public

αναγνωρισμένος,υπό ιδιοκτησία,εκσκαμμένο,παραδέχτηκε,ομολόγησε,Καπνιστής,παραδεκτός,διαφημισμένο,ανακοινώθηκε,ομολογημένος

κρυμμένο,Κρυμμένος,καλυμμένος (πάνω),καμουφλαρισμένο,Κρυμμένος,μεταμφιεσμένος,μεταμφιεσμένος,καλυμμένος,συγκαλυμμένο,τυλιγμένος σε

rajas => rajas, raising Cain => Προκαλώντας αναστάτωση, raises => αυξάνει, raised hell => Προκάλεσε την κόλαση, raised Cain => Προκάλεσε τον Κάιν,