Greek Meaning of rampaged
κατέστρεψε
Other Greek words related to κατέστρεψε
- επιλεγμένο
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- περιεχομενη
- καταπιεσμένος
- συγκρατημένος
- πνιγμένος
- πνιγηρός
- στραγγαλισμένος
- ήρεμος
- καταπιεσμένη
- κατευνασμένος
- κατάπιε
- κατέστειλε
- Ηρεμος
- ανακουφισμένος
- μέτριος
- ειρηνευμένος
- τσεπώνω
- ησυχασμένος
- χαλιναγωγημένο
- χαλαρός
- εγκαταστημένος
- θερμικός
- ηρεμημένος
- Πνίγω (πίσω)
- ψύχθηκε
- συγκρατημένος
- σιωπηλός
- αφήνω κάτι
- κατέστειλε
- ησυχασμένο
- ήρεμος (κάτω)
Nearest Words of rampaged
Definitions and Meaning of rampaged in English
rampaged
a course of violent or reckless action or behavior, to rush wildly about, a course of violent, riotous, or reckless action or behavior
FAQs About the word rampaged
κατέστρεψε
a course of violent or reckless action or behavior, to rush wildly about, a course of violent, riotous, or reckless action or behavior
φλυαρώ,καμένο,φουλμινισμένος,εξαγριωμένος,παραπονέθηκε,Ευχαριστημένος,συνέχισε,ανέλαβε,τριχωτός,καμμένος
επιλεγμένο,συλλεγέν,συντεθειμένος,περιεχομενη,καταπιεσμένος,συγκρατημένος,πνιγμένος,πνιγηρός,στραγγαλισμένος,ήρεμος
ramp (up) => ράμπα (προς τα πάνω), ramifications => επιπτώσεις, rambunctiousness => αυθάδεια, rambles => Περιπλανιέται, ramblers => περιπατητές,